- ανάτηξη
- η (Α ἀνάτηξις)η εκ νέου τήξη, το ξανάλειωμα, το ξαναλειώσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
παλιγγένεση — η γεωλ. φαινόμενο κατά το οποίο, αν πραγματοποιηθεί τέλεια ή σχεδόν τέλεια ρευστοποίηση ενός πετρώματος, από την κρυστάλλωση τού ρευστοποιημένου υλικού δημιουργείται ένα νέο πέτρωμα, αλλ. διαφορική ανάτηξη … Dictionary of Greek